- λεῖ'
- λεῖαι , λείαtool for smoothing stonefem nom/voc plλεῖα , λεῖοςsmoothneut nom/voc/acc plλεῖε , λεῖοςsmoothmasc voc sgλεῖαι , λεῖοςsmoothfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέι — το νομισματική μονάδα τής Ρουμανίας υποδιαιρούμενη σε 100 μπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lei, πληθ. τού leu «λιοντάρι»] … Dictionary of Greek
λέι — το άκλ. (λ. ρουμ.), η ρουμανική νομισματική μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λέι, Μπέντζαμιν — (Benjamin Lay, Κόλτσεστερ, Αγγλία 1677 – Άμπινγκτον, Πενσιλβάνια 1759). Αμερικανός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, αγγλικής καταγωγής. Ανήκε στην αίρεση των Κουακέρων και μετανάστευσε στα νησιά Μπαρμπάντος, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη ζωή των … Dictionary of Greek
Χαντ, Τζέιμς Χένρι Λέι — (Hunt, 1784 – 1859). Άγγλος κριτικός, ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε την ποιητική συλλογή Juvenilia (1801) με στίχους που μαρτυρούν επίδραση των Γκρέι, Κόλινς και Σπένσερ. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την κριτική του θεάτρου και το 1808 έγινε… … Dictionary of Greek
λειότερον — λεῑότερον , λεῖος smooth adverbial comp λεῑότερον , λεῖος smooth masc acc comp sg λεῑότερον , λεῖος smooth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτάτας — λεῑοτάτᾱς , λεῖος smooth fem acc superl pl λεῑοτάτᾱς , λεῖος smooth fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτάτων — λεῑοτάτων , λεῖος smooth fem gen superl pl λεῑοτάτων , λεῖος smooth masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτέρα — λεῑοτέρᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc/acc comp dual λεῑοτέρᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτέρας — λεῑοτέρᾱς , λεῖος smooth fem acc comp pl λεῑοτέρᾱς , λεῖος smooth fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειοτέρων — λεῑοτέρων , λεῖος smooth fem gen comp pl λεῑοτέρων , λεῖος smooth masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)